πενθεροκτόνος

πενθεροκτόνος
πενθερο-κτόνος, den Schwiegervater tötend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενθεροκτόνος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθεροκτόνος — ον, Μ πενθεροφθόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”